- ἀπολωπίζω
- ἀπολωπίζω, ([etym.] λῶπος)A = λωποδυτέω, S.Fr.1021.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απολωπίζω — ἀπολωπίζω (Α) [λωπίζω] γδύνω, κατακλέβω … Dictionary of Greek
ἀπολωπίσαι — ἀπολωπίζω aor inf act ἀπολωπίσαῑ , ἀπολωπίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)